μαζονόμον — και μαζονομεῑον και μαζονόμιον, τὸ (Α) [μαζονόμος] δίσκος πάνω στον οποίο τοποθετούσαν τις πίτες από κριθαρένιο αλεύρι … Dictionary of Greek
μαζονόμον — trencher for serving barley cakes on neut nom/voc/acc sg μαζονόμος trencher for serving barley cakes on masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαζονόμοις — μαζονόμον trencher for serving barley cakes on neut dat pl μαζονόμος trencher for serving barley cakes on masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαζονόμων — μαζονόμον trencher for serving barley cakes on neut gen pl μαζονόμος trencher for serving barley cakes on masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαζοβόλιο — μαζοβόλιον, τὸ (Α) το μαζονόμον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μᾶζα + βόλιον (< βόλος < βάλλω), πρβλ. θυρη βόλιον, σιδηρο βόλιον] … Dictionary of Greek
μαζονομείον — μαζονομεῑον και μαζονόμιον, τὸ (Α) βλ. μαζονόμον … Dictionary of Greek
μαζονόμος — μαζονόμος, ὁ (Α) το μαζονόμον.* [ΕΤΥΜΟΛ. < μᾶζα + νόμος (< νέμω), πρβλ. κρεα νόμος, μελισσο νόμος)] … Dictionary of Greek
μαζοφορίς — μαζοφορίς, ίδος ἡ (Α) το μαζονόμον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μᾶζα «κριθαρένιο ψωμί» + φορίς (< θ. φορ τού φέρω, πρβλ. φόρος), πρβλ. αρτο φορίς, ιματιο φορίς] … Dictionary of Greek
όλεχθον — ὄλεχθον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τὸ μαζονόμον» … Dictionary of Greek